- μαχαρανή
- ηη σύζυγος τού μαχαραγιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαραγιάς + κατάλ. -νή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαχαρανή — η (λ. ινδ.), η γυναίκα του μαχαραγιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)